επιδιπλοΐζω

επιδιπλοΐζω
ἐπιδιπλοΐζω (Α)
διπλασιάζω, επαναλαμβάνω («χαίρετε, χαίρετε δ’ αὖθις ἐπιδιπλοΐζω»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + διπλο-ΐζω (< διπλο-ος / ούς) «διπλασιάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”